- προσδόκημα
- τὸ, Α [προσδοκῶ]προσδοκία, ελπίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσδόκημα — expectation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκημάτων — προσδόκημα expectation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπροσδόκημα — ατος, τὸ Μ (ρητ.) το απροσδόκητο πόρισμα, αυτό που δεν συνάγεται από τα όσα έχουν λεχθεί προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + προσδόκημα (< προσδοκῶ)] … Dictionary of Greek